παραλλαγή

παραλλαγή
(Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες ρυθμικές και μελωδικές αποδόσεις του, έμενε πάντα το ίδιο. Στον 13o και 14o αι. παρατηρήθηκαν και πολυφωνικές π. στο πλαίσιο των μοτέτων. Αργότερα ο Μπαχ θεώρησε την π. ως ένα απ τα πεδία, στα οποία μπορούσε να εφαρμόσει τους σημαντικότερους μουσικούς πειραματισμούς του. Οι ρομαντικοί (Μπετόβεν, Σούμαν, Φρανκ, Μπραμς), με αυτό το είδος σύνθεσης, μπόρεσαν να συνδυάσουν την ελεύθερη εφευρετικότητα με τους περιορισμούς της μουσικής φόρμας. Όταν, με τον Ρίχαρντ Στράους, εξαντλήθηκαν οι κλασικές δυνατότητές τους, υιοθετήθηκε η π., με άριστα αποτελέσματα και από τη σύγχρονη μουσική γλώσσα. Έργα αυτού του είδους συνέθεσαν οι Σένμπεργκ, Βέμπερν και, αργότερα, ο Νταλαπίκολα. Όσον αφορά την τεχνική, η π. υποδιαιρέθηκε, από ορισμένους μελετητές, σε τρεις κατηγορίες: α) για στολισμό, όταν δεν προβλέπει μια ουσιαστική μεταβολή του θέματος αλλά μόνο έναν εμπλουτισμό της φόρμας· β) για επεξεργασία, όταν η αρχική αρχιτεκτονική μορφή του θέματος δεν αλλοιώνεται, αλλά τροποποιείται ως προς ένα μόνο βασικό στοιχείο, για παράδειγμα την αρμονία, τον ρυθμό ή τη μελωδία· γ) για επέκταση, όταν το αρχικό μουσικό θέμα μπορεί να θεωρηθεί ως πηγή για μετέπειτα μορφικές και ποιητικές εξελίξεις. Το τελευταίο μέρος της Συμφωνίας αρ. 3 του Μπετόβεν είναι χτισμένο σε μια π., όπως και το αντάντε της Συμφωνίας αρ. 5 ή το αντάτζιο της Συμφωνίας αρ. 9. Από τις πιο γνωστές συνθέσεις στις οποίες έχει χρησιμοποιηθεί η π., μπορούν να αναφερθούν το Κουαρτέτο του Σούμπερτ με τίτλο Ο θάνατος και η κόρη, το τελευταίο μέρος της Σονάτας έργο 111 του Μπετόβεν, οι παραλλαγές για ορχήστρα του Μπραμς πάνω σε ένα θέμα του Χάιδν, καθώς και εκείνες του Ρέγκερ πάνω σε θέματα του Χίλερ και του Μότσαρτ. Στους νεότερους χρόνους η π. έδωσε αφορμή για συνθέσεις που ονομάστηκαν μεταμορφώσεις και περιλαμβάνουν ριζικότερες τροποποιήσεις ενός μυστικού υλικού, όπως είναι οι Μεταμορφώσεις του Ρίχαρντ Στράους και οι Μεταμορφώσεις του Ζάφρεντ, ο οποίος έχει συνθέσει επίσης τις Παραλλαγές πάνω στο θέμα της Σονάτας έργο 111 του Μπετόβεν.
* * *
η, ΝΑ [παραλλάσσω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραλλάσσω, μεταβολή, τροποποίηση
2. μορφή που μοιάζει ως προς τα κυριότερα χαρακτηριστικά με κάποια άλλη συγγενική της, ποικιλία («υπάρχουν πολλές παραλλαγές ορυκτών»)
1| νεοελλ.
1. βιολ. κάθε εμφανής διαφορά μεταξύ κυττάρων, ατόμων ή ομάδων ενός είδους, που οφείλεται σε γενετικά αίτια ή σε επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων κατά την έκφραση τού γενετικού δυναμικού
2. μουσ. η μεταμόρφωση μιας μουσικής φράσης με διάφορα τεχνικά μέσα γραφής που επηρεάζουν ξέχωρα ή ταυτόχρονα τη μελωδία, τον ρυθμό, το μέτρο, τον τρόπο, το τονικό ύφος, την αρμονία ή την πολυφωνία, αφήνοντας ωστόσο το αρχικό θέμα διακριτό, αλλ. βαριασιόν
3. στρ. α) η αντικατάσταση σημαντικών λέξεων κατά τις διαβιβάσεις με συνθηματικές λέξεις ή ομάδες γραμμάτων ή αριθμών η οποία αποτελεί ενδιάμεση μέθοδο ανάμεσα στην ανοιχτή και στην κρυπτογραφική επικοινωνία και χρησιμοποιείται κυρίως για τη μετάδοση πληροφοριών ή διαταγών στο πεδίο τής μάχης οι οποίες μετά από λίγο δεν θα είναι χρήσιμες στον εχθρό
β) τεχνητή απόκρυψη στρατιωτικών εγκαταστάσεων, τόπων, δρόμων, ορυγμάτων, παρατηρητηρίων, πολυβολείων κ.λπ., καθώς και αντικειμένων, όπως λ.χ. αρμάτων μάχης, πυροβόλων, ή και οπλιτών με σκοπό την κάλυψή τους από την εχθρική παρατήρηση, αλλ. καμουφλάζ
4. ζωολ. σύνολο μορφολογικών, λειτουργικών και ηθολογικών χαρακτήρων που επιτρέπουν σ' ένα ζώο να περνάει απαρατήρητο, αλλ. καμουφλάζ
5. φρ. α) «παραλλαγή πυξίδας»
ναυτ. το αλγεβρικό άθροισμα τής μαγνητικής απόκλισης και τής παρεκτροπής, δηλ. μεταξύ τής γωνίας που σχηματίζεται μεταξύ τής διεύθυνσης τού μαγνητικού και τού αληθινού Βορρά και τής γωνίας κατά την οποία η μαγνητική βελόνη εκτρέπεται προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά από την ορθή της διεύθυνση λόγω τής επίδρασης τών σιδηρών όγκων τού πλοίου
β) «η κατά παραλλαγήν ανάγνωση»
(βυζ. μουσ.) η μουσική ανάγνωση με εκφώνηση τών ονομασιών τών φθόγγων τής βυζαντινής μουσικής, πα, βου, γα κ.λπ.
αρχ.
1. η παράδοση από χέρι σε χέρι, μεταβίβαση («φρυκτωριῶν τε καὶ πυρὸς παραλλαγάς», Αισχύλ.)
2. (για τον ήλιο) φαινομενική κίνηση
3. (για ουράνιο σώμα) η διάβαση πέρα από την περιοχή που κατέχει κάποιο άλλο ουράνιο σώμα
4. εναλλαγή, διαδοχή
5. ανταλλαγή («διανοίας πρὸς αἴσθησιν παραλλαγήν», Πλάτ.)
6. στρέβλωση τής σπονδυλικής στήλης, σκολίωση
7. σκέβρωμα τού ξύλου
8. (στους Στωικούς) μεταβολή έννοιας
9. παραφροσύνη, τρέλα
10. ψυχική διαταραχή («παραλλαγὴ ψυχῆς», Ιάμβλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραλλαγή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλαγή — η μικρή διαφορά ανάμεσα σε ζώα ή φυτά ή πράγματα: Ο σκύλος είναι παραλλαγή του λύκου. – Υπάρχουν πολλές παραλλαγές αυτού του δημοτικού τραγουδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλλαγῇ — παραλλάσσω cause to alternate aor subj pass 3rd sg παραλλάσσω cause to alternate aor subj pass 3rd sg παραλλαγή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακουαμαρίνα — Παραλλαγή του ορυκτού βηρυλλίου (βλ. λ.) που χαρακτηρίζεται από υποκύανο έως έντονο γαλάζιο χρώμα, και οφείλεται στην παρουσία οξειδίων του σιδήρου. Είναι από τους ευρύτατα χρησιμοποιούμενους διακοσμητικούς λίθους και απαντάται σε γρανιτικά… …   Dictionary of Greek

  • αμέθυστος — Παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (SiO2) με ιώδες χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια ως πολύτιμος λίθος (ο ανατολικός α. είναι παραλλαγή το ορυκτού κορουνδίου, AlO3). Τα πιο αξιόλογα κοιτάσματα αμέθυστου βρίσκονται στα Ουράλια Όρη, στη… …   Dictionary of Greek

  • νεφρίτης της Κίνας — Παραλλαγή του ορυκτού ιαδείτη, που είναι πυριτικό άλας του νατρίου και του αργιλίου. Βρίσκεται σε μορφή κροκαλών (αποστρογγυλωμένα χαλίκια), μαζί με μεταμορφωμένα πετρώματα. Ο ν. της Κ. είναι ινώδης και, χάρη στις ωραίες του αποχρώσεις και στην… …   Dictionary of Greek

  • οστίτης ιστός — Παραλλαγή συνδετικού οστού, στη θεμέλιο ουσία του οποίου βρίσκεται μεγάλη ποσότητα αλάτων, που προσδίδει χαρακτηριστική σκληρότητα και ανθεκτικότητα σε ολόκληρο τον ιστό. Η μικροσκοπική δομή περιλαμβάνει κύτταρα και μεσοκυττάριο ουσία· τα πρώτα,… …   Dictionary of Greek

  • παραλλαγαῖς — παραλλαγή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλαγαί — παραλλαγή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλαγῆς — παραλλαγή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”